- περόνας
- περόνᾱς , περόνηpinfem acc plπερόνᾱς , περόνηpinfem gen sg (doric aeolic)περόνᾱς , περονάωpierceimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BOTRUS seu BOTRYS — ex Graeco βοτρυς, appellata est olim concumulatio comae, quâ Virgines a mulieribus, quae crinem a fronte dividebant, discernebantur. Cirratae enim illae erant, et crinem in vertice colligatum concumulatumque gerebant, absque ulla διακρίσει.… … Hofmann J. Lexicon universale
TUNICA Inconsutilis — ut communiter redditur, Graece ἄῤραφος χιτῶν, Ioh. c. 19. v. 23. ubi de vestibus Domini nostri, ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἄῤραφος, εν τῶ ἄνωθεν ὑφαντὸς δἰ ὅλου. Vide quoque v. seq. ubi de consilio militum, sortiendi potius, quam dividendi, eam: nonnullis… … Hofmann J. Lexicon universale
περόνη — Μακρύ οστό του κάτω άκρου που μετέχει στην ποδοκνημική άρθρωση· αρθρούται στο επάνω μέρος με το άνω άκρο της κνήμης, ενώ στο κάτω μέρος συνδέεται με την κνήμη με τη μεσόστεα μεμβράνη και με ισχυρούς συνδέσμους. Το κάτω άκρο της σχηματίζει το έξω… … Dictionary of Greek
συνουσιάζω — ΝΜΑ [συνουσία] (στη νεοελλ. μόνον το μέσ. συνουσιάζομαι) έρχομαι σε σαρκική επαφή, κάνω έρωτα με κάποιον μσν. μτφ. συνενώνω («περόνας σιδηρᾱς ἀνθρακεύσαντες καὶ μάλα καρτερῶς ταύτας συνουσιάσαντες τῷ πυρί», Θεοφύλ. Σ.) αρχ. 1. συναναστρέφομαι με… … Dictionary of Greek